- τρυφερως
- τρυφερῶςτρῠφερῶςв неге, роскошно
(ζῆν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ζῆν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τρυφερώς — ΜΑ βλ. τρυφερός … Dictionary of Greek
τρυφερῶς — τρυφερός delicate adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφερός — ή, ό / τρυφερός, ά, όν, ΝΜΑ απαλός, μαλακός (α. «το τρυφερό κλωνάρι μόνο να χω», Σολωμ. β. «φιλομηλίτσας τρυφεράς», Πρόδρ. γ. «ταῑς τρυφεραῑς ἡμᾱς χερσὶν ὑπεξέβαλεν», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. α) αβρός, μειλίχιος, στοργικός (α. «έχει τρυφερά αισθήματα»… … Dictionary of Greek